- περιωδυνώ
- (I)-άω, ΜΑ [περιώδυνος]αισθάνομαι πολύ ισχυρό πόνο.————————(II)-έω, Α [περιώδυνος]1. αισθάνομαι ισχυρό πόνο2. προκαλώ ισχυρό πόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιωδύνῳ — περιώδυνος exceeding painful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδυνώμαι — άομαι, Α περιωδυνῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀδυνῶ «θλίβω»] … Dictionary of Greek